- διατυμπάνιση
- η και -ισμός, ο [διατυμπανίζω]διαλάληση, ευρεία και θορυβώδης διάδοση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διατυμπάνιση — η η διάδοση, η προκλητική κοινοποίηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κουδούνισμα — το, ατος 1. το χτύπημα του κουδουνιού. 2. διατυμπάνιση, ντελάλισμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)